άκραχτος

άκραχτος
-η, -ο και άκραγος [κράζω]
1. (για πτηνά) αυτός που δεν έχει κράξει, δεν έχει λαλήσει ακόμη
2. εκείνος που δεν τόν φώναξε, δεν τόν κάλεσε κανείς (συνήθως σε γάμο), ο απρόσκλητος
3. άκραχτα επίρρ.
πριν απ’ τα χαράματα, προτού λαλήσουν τα κοκόρια
πρβλ. την επιθετική χρήση τής λέξης στον Γρυπάρη: «βαθειά, άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί» (Εστιάδες).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • άκραχτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν προσκλήθηκε με κραυγή: Οι κότες άκραχτες δεν έρχονται. 2. αυτός που δεν έκραξε: Ζήτησε να του ετοιμάσουν για φαγητό άκραχτους πετεινούς. 3. απρόσκλητος: Μερικοί χωριανοί είχαν έρθει άκραχτοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άκραγος — η, ο ο άκραχτος* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”